- συνοκωχή
- συνοκωχήjoiningfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνοκωχή — ἡ, Α 1. συνοχή, συγκράτηση 2. (κατά τον Ησύχ.) «συνοχωχή νόσος, λοιδορία, μάχη». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀκωχή «στήριγμα» (βλ. λ. ὀκωχή)] … Dictionary of Greek
συνοκωχῆς — συνοκωχή joining fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοκωχά — συνοκωχά̱ , συνοκωχή joining fem nom/voc/acc dual συνοκωχά̱ , συνοκωχή joining fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)